χρησμῳδόληρος

χρησμῳδόληρος
χρησμῳδ-όληρος, ,
A oracular nonsense, cj. for χρηισμοδέληρος in Pl.Com. 13D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρησμῳδόληρος — oracular nonsense masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμωδόληρος — ὁ, Α (πιθ. γρφ.) άτομο που διατυπώνει ανόητες προφητείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμῳδός + λῆρος (Ι) «φλυαρία, μωρολογία» (πρβλ. ἡδυσματό ληρος, κρονό ληρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”